- θερμοτης
- θερμότης-ητος ἥ тж. pl. тепло, теплота, жар Plat., Arst.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
θερμότης — heat fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θερμοτήτων — θερμότης heat fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θερμότησι — θερμότης heat fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θερμότησιν — θερμότης heat fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θερμότητα — θερμότης heat fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θερμότητας — θερμότης heat fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θερμότητες — θερμότης heat fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θερμότητι — θερμότης heat fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θερμότητος — θερμότης heat fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θερμότητ' — θερμότητα , θερμότης heat fem acc sg θερμότητι , θερμότης heat fem dat sg θερμότητε , θερμότης heat fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επαλής — ἐπαλής, ές (Α) 1. θερμός από τον ήλιο ή τη φωτιά, ευήλιος («ἐπαλέα λέσχην ὥρη χειμερίη», Ησίοδ.) 2. (κατά τη γνώμη άλλων παράγεται από το ἁλίζω = συναθροίζω και ερμηνεύουν: πλήρης, γεμάτος). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + *άλεος, το ή αλέα «θερμότης, ηλιακή … Dictionary of Greek